- ὁμοφώνως
- ὁμόφωνοςspeaking the same language withadverbialὁμόφωνοςspeaking the same language withmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόφωνος — η, ο (ΑΜ ὁμόφωνος, ον) 1. αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον, ομόγλωσσος («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῑον καὶ ὁμοφώνους τοῑς Λακεδαιμονίοις», Θουκ.) 2. μουσ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο μουσικό τόνο με άλλον νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ομοφωνώ — (ΑΜ ὁμοφωνῶ, έω) [ομόφωνος] νεοελλ. έχω την ίδια ακριβώς γνώμη με άλλον, είμαι ομόγνωμος μσν. αρχ. ομιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον αρχ. 1. γραμμ. (για λέξη) έχω τον ίδιο τύπο («τῶν ὑποτακτικών ἄρθρων, ὅπερ ὁμοφωνεῑ ταῑς κτητικαῑς», Απολλ. Δύσκ.) … Dictionary of Greek
σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… … Dictionary of Greek
ՀԱՄԱՁԱՅՆ — (ի, ից.) NBH 2 0017 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 12c ա. ὀμόφωνος, σύμφωνος consonus, concors, consentiens Միաձայն. ձայնակից. միաբան. *Համաձայն լինելով հերձուածողացն: Ամենայն ուրեք համաձայն ինքեան բարբառեալ. Աթ. ՟Դ. եւ ՟Ը: *Այլք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԱՄԱՁԱՅՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0017 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c մ. ՀԱՄԱՁԱՅՆ. մ. ՀԱՄԱՁԱՅՆԱԲԱՐ ՀԱՄԱՁԱՅՆԱԿԻ ὀμοφώνως, συμφώνως una voce, unanimi consensu, concorditer. Համաձայն գոլով. միաձայնութեամբ. միաբան. յար եւ նման. *Ահաւասիկ համաձայն վկայեն. Լմբ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԱՄԱՁԱՅՆԱԿԻ — ( ) NBH 2 0017 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c մ. ՀԱՄԱՁԱՅՆ. մ. ՀԱՄԱՁԱՅՆԱԲԱՐ ՀԱՄԱՁԱՅՆԱԿԻ ὀμοφώνως, συμφώνως una voce, unanimi consensu, concorditer. Համաձայն գոլով. միաձայնութեամբ. միաբան. յար եւ նման. *Ահաւասիկ համաձայն վկայեն. Լմբ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)